κεκλιμέν' — κεκλιμένα , κλίνω sráyati perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκλιμένε , κλίνω sráyati perf part mp masc voc sg κεκλιμέναι , κλίνω sráyati perf part mp fem nom/voc pl κεκλιμένᾱͅ , κλίνω sráyati perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκλιμένας — κεκλιμένᾱς , κλίνω sráyati perf part mp fem acc pl κεκλιμένᾱς , κλίνω sráyati perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκλιμέναν — κεκλιμένᾱν , κλίνω sráyati perf part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SICANI — Hispaniae popul. Sicoris fluv. olim accolae, qui relictis sedibus suis, Sicanô duce, in Italiam se contulerun,t pulsisque Aboriginibus Latium occupârunt; ipsique postea ab ipsis pulsi, quos ante pepuleratn, insulam vicinam Italiae occupaverunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
κρυπτή — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κυφωνισμός — ο (Α κυφωνισμός) [κύφων] ποινή αλλά και βασανιστήρια συσκευή στην αρχαία Ελλάδα, που συνίστατο στην τοποθέτηση τής κεφαλής, τού αυχένα ή άλλων μελών τού σώματος τού τιμωρουμένου μέσα σε κύφωνα με τρόπο ώστε η κεφαλή αλλά και ο κορμός του να… … Dictionary of Greek
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek